Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

Ο Γ. Γραμματικάκης γράφει για τον Β. Ξανθόπουλο και τη Δράμα " Δράµα, µια Υδάτινη Πόλη"

 Ο Γ. Γραμματικάκης γράφει για τον Β. Ξανθόπουλο και τη Δράμα " Δράµα, µια Υδάτινη Πόλη"

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗΣ
(Γεν. 1939, Ηράκλειο Κρήτης). Φυσικός. Συγγραφέας. Εργάστηκε ως ερευνητής στο ΕΚΕΦΕ «Δηµόκριτος» και στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών (CERN) της Γενεύης. Από το 1982 καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Κρήτης, του οποίου διετέλεσε και πρύτανης (1990-1996). Από το 2000 είναι πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής στο Πανεπιστήµιο του Ιονίου. Η επιστηµονική του έρευνα έχει περιστραφεί γύρω από τις θεµελιώδεις αλληλεπιδράσεις του σύµπαντος και τη δοµή της ύλης.


Δράµα, µια Υδάτινη Πόλη


Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Δίοδος, τεύχος 5, Φεβρουάριος 2013


Είναι πολλοί, νοµίζω, οι τρόποι που ο άνθρωπος συνδέεται µε την Πόλη, µε κάποια πόλη. Στις συνήθεις περιπτώσεις, επειδή γεννήθηκε και έζησε εκεί µερικά χρόνια της ζωής του· άλλοτε πάλι, επειδή κάποια στιγµή την επισκέφθηκε και θαύµασε την αισθητική και τα µνηµεία της· είναι, τέλος, πιθανόν να γίνει γνωστή µια πόλη από τον κινηµατογράφο ή τη λογοτεχνία και να µας προκαλέσει πόθο διακαή να ζήσουµε από κοντά τα θαυµαστά και τα περίεργά της.
Με τη Δράµα ο υπογράφων συνδέθηκε µε έναν παράδοξο τρόπο, που απέκτησε στον χρόνο τις διαστάσεις µιας ανείπωτης τραγωδίας. Εννοώ την γνωριµία µου µε τον Βασίλη Ξανθόπουλο. Δεν τον ήξερα πριν. Είχα όµως ακουστά τη φήµη του: Ήταν ένας νέος Έλληνας αστροφυσικός, που είχε ήδη κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση στον δύσκολο αυτό κλάδο της επιστήµης.
Η µοίρα το ’φερε να εκλεγούµε µε τον Βασίλη, την ίδια ηµέρα και ώρα του 1982, καθηγητές στο Τµήµα Φυσικής του Πανεπιστηµίου Κρήτης. Περίµενα µε αδηµονία την πρώτη µας συνάντηση. Ο Βασίλης µε κέρδισε αµέσως: Με την ειλικρίνεια και το καθαρό του βλέµµα αλλά και ένα είδος αθωότητας, που δύσκολα ορίζεται. Πολύ αργότερα έµαθα να αναγνωρίζω ότι αυτά ήσαν χαρακτηριστικά των ανθρώπων της Δράµας και, ευρύτερα, της Βόρειας Ελλάδας. Υπήρχε άλλωστε µια χαριτωµένη αντίθεση µε εµάς τους Κρήτες, που αρεσκόµαστε στα µεγάλα λόγια. H ανοιχτή καρδιά µας κρύβει όµως συχνά την υποκρισία και την οίηση.
Με τον Βασίλη συνδεθήκαµε στενά. Υπήρξε από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις, που διαρκώς ξεδίπλωνε και νέες αρετές, επιστηµονικές και ανθρώπινες. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιστρέφονταν γύρω από τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, τις µαύρες οπές και τις δύσκολες εξισώσεις του Αϊνστάιν. «Είναι όµορφες και γι’ αυτό πρέπει να λύνονται», συνήθιζε να λέει. Αναδείχθηκε ακόµα σε σπουδαίο δάσκαλο και οι φοιτητές είχαν πολλά να πουν για τις γνώσεις και τα διδακτικά του χαρίσµατα. Τα βράδια κουβεντιάζαµε, στα ταβερνάκια της Κρήτης ή στα πανεπιστηµιακά µας γραφεία, για πράγµατα της ζωής και της επιστήµης. Αποκτήσαµε µάλιστα δύο διπλανά οικόπεδα, κοντά στο Πανεπιστήµιο, και πλάθαµε όνειρα για το πώς θα τα κτίσοµε.
Για τη Δράµα και τα σχολικά του χρόνια ο Βασίλης δεν µιλούσε µε λεπτοµέρειες. Όταν πάντως αναφερόταν στην πόλη και τους ανθρώπους της, διέκρινες µια τρυφερότητα στην έκφραση του προσώπου του. Στη δική µου τη φαντασία η Δράµα ήταν ήδη µια µυθική πόλη, αφού γεννούσε ανθρώπους όπως τον Βασίλη. Όπως διαπίστωσα µε τον καιρό, η περίεργη αυτή διαίσθηση δεν µε γελούσε: διαρκώς και πλήθαιναν οι άνθρωποι, που ανακάλυπτα ότι είχαν καταγωγή ή κάποια σχέση ζωής µε τη Δράµα και διακρίνονται σήµερα ή ξεχώρισαν παλαιότερα στις επιστήµες, τα γράµµατα, την Τέχνη. Δεν αναφέρω ονόµατα. Είµαι βέβαιος ότι από άγνοια θα παραλείψω πολλά.
Το εντυπωσιακό όµως αυτό γεγονός –δηλαδή: µια πνευµατική παρουσία της Δράµας, πολύ πιο σηµαντική από εκείνην που το µέγεθος και η κοινωνική της συγκρότηση θα υπαγόρευαν– αναζητά την ερµηνεία του. Η ζωογόνος πνοή αλλά και το δράµα της προσφυγιάς έπαιξαν ασφαλώς σπουδαίο ρόλο. Δεν αρκούν όµως για την κατανόηση του φαινοµένου. Όπως ακριβώς –για να θυµηθώ λίγο και τα δικά µου– η κυµατική φύση του φωτός δεν επαρκούσε για µια συνολική ερµηνεία της συµπεριφοράς του, που έκρυβε συχνά αναπάντεχες εκπλήξεις. Άρχισα να διαισθάνοµαι ότι και η πόλη της Δράµας, όπως το φως, έκρυβε πολλές αναπάντεχες εκπλήξεις.
Έτσι κυλούσε µε τα χρόνια η σχέση µου µε τον Βασίλη και η ανεπαίσθητη σχέση µου µε τη Δράµα. Εκείνος είχε επιβληθεί, µε τη διδακτική του ικανότητα και τις ερευνητικές του περγαµηνές, σαν ένας από τους καλύτερους καθηγητές µας. Δεν θα ξεχάσω µάλιστα την περηφάνια µας, όταν ο ινδικής καταγωγής Subrahmanyan Chandrasekhar, ένας από τους διασηµότερους αστροφυσικούς και βραβείο Νοµπέλ του 1983, επισκέφθηκε το Τµήµα Φυσικής, για να συνεργασθεί µε τον Βασίλη. Μεγάλη όµως στάθηκε τότε και η αµηχανία µας: διότι, ενώ σχεδιάζαµε µια γευστική φιλοξενία ανάλογη µε τη φήµη της Κρήτης, πληροφορηθήκαµε µε απόγνωση ότι ο Chandra, όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσε ο Βασίλης, ήταν χορτοφάγος!
Τα χρόνια λοιπόν κυλούσαν και το πλατύ χαµόγελο αλλά και η αφοσίωση του Βασίλη στην έρευνα και τη διδασκαλία, αποτελούσαν µια ζωογόνα πνοή στην πανεπιστηµιακή µας ζωή. Όταν κάλεσα τον Κορνήλιο Καστοριάδη για µια σειρά οµιλιών στο Πανεπιστήμιο και στην πόλη, ο Βασίλης εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να γνωρίσει τον σπουδαίο Έλληνα διανοητή από κοντά. Από τότε ο Καστοριάδης δεν έπαυε να µου εκθειάζει το λαµπερό πνεύµα και την επιστημοσύνη του νεαρού, όπως έλεγε, καθηγητή. Η µοίρα όµως το ’φερε, όταν επισκέφθηκε ξανά την Κρήτη τον Μάιο του 1991, για να αναγορευθεί επίτιµος διδάκτορας του Πανεπιστηµίου, ο νεαρός καθηγητής να µην υπάρχει πια στη ζωή.
Η δική µας η συµπόρευση, εννοώ εµένα και του Βασίλη, είχε ωστόσο µια κρίσιµη καµπή. Από το 1989 βρισκόµουν, ως επισκέπτης καθηγητής, στο Πανεπιστήµιο του Χάρβαρντ και είχα µια ζωή δηµιουργική και µακριά από τις ελληνικές περιδινήσεις. Δεν επέπρωτο όµως η ωραία αυτή περίοδος να διαρκέσει. Συνάδελφοι καλοί, ανάµεσα τους και ο Βασίλης, επέµεναν ότι το Πανεπιστήµιο της Κρήτης είχε αρχίσει να ακολουθεί έναν ολισθηρό δρόµο· και ότι ήταν ανάγκη να διακόψω την ευτυχία µου στα ξένα και να διεκδικήσω την πρυτανεία του Ιδρύµατος. Υποσχέθηκα ότι θα επιστρέψω το Πάσχα του 1990 στην Κρήτη, οπότε θα τα λέγαµε από κοντά.
Θυµάµαι τις έντονες συζητήσεις που είχα τότε µε τον Βασίλη. Υπέκυψα στο τέλος, δεν θυµούµαι όµως γιατί. Με παρέσυρε ίσως η ανιδιοτέλεια και τα στέρεα όπως πάντα επιχειρήµατά του. Πρόλαβα πάντως να εκµαιεύσω από τον Βασίλη ότι, σε περίπτωση εκλογής µου, θα ήταν από τους βασικούς µου συνεργάτες. Του ανέθεσα µάλιστα εκ των προτέρων την ευθύνη των µεταπτυχιακών µας προγραµµάτων.
Έτσι και έγινε. Μετά τους πανηγυρισµούς για την εκλογή µου άρχισε η σκληρή δουλειά, ενώ οι οραµατισµοί δεν είχαν τελειωµό. Κανένας δεν µπορούσε να φαντασθεί ότι στην πιο σκοτεινή γωνιά µιας ψυχής παραµόνευε η ανείπωτη τραγωδία. Στις 27 Νοεµβρίου του 1990, ο Βασίλης µαζί µε τον συνάδελφο του Στέφανο Πνευµατικό δολοφονούνται την ώρα µιας βραδινής εθελούσιας διδασκαλίας. Οι σφαίρες ενός πρώην µεταπτυχιακού φοιτητή, που είχε εντούτοις ευεργετηθεί, θα θέσουν τέλος σε προσδοκίες και όνειρα και θα φτωχύνουν τον τόπο.
Συγκλονισµένο από την τραγωδία το Πανεπιστήµιο θα βιώσει για ένα µεγάλο διάστηµα την απειλή και τον φόβο. Ένα χρόνο µετά, η κάθαρση επέρχεται. Εκείνος που έφερε το σκοτάδι στους άλλους και τον εαυτό του θα ευρεθεί, µόνος και ποιος ξέρει µε πόσο βασανιστικές τις Ερινύες, σε ένα βουνό απόκρηµνο. Ο αέρας ήταν εκεί παγωµένος και πουλιά δεν υπήρχαν.
Όσο για µένα, έζησα µια βαθύτατη οδύνη που έπρεπε να είναι σιωπηρή, ενός κλάµατος που από ανάγκη ήτανε βουβό. Δεν γινόταν αλλιώς. Ο κόσµος του Πανεπιστηµίου περίµενε από µένα κουράγιο και ηγετική ευθύνη. Ούτε σήµερα όµως έχουν λείψει οι εφιάλτες ή το γιατί. 
Τη Δράµα λοιπόν έµελλε να γνωρίσω µε άλλο τρόπο από εκείνον, τον πανηγυρικό, που µου είχε υποσχεθεί ο Βασίλης. Λίγα χρόνια µετά τον αδόκητο χαµό του, συνάδελφοι των Θετικών Επιστηµών στη Μέση Παιδεία –ο Μπάµπης Τσιγγελίδης ήταν, νοµίζω, ο ηθικός αυτουργός– µε κάλεσαν στη Δράµα για µια οµιλία αφιερωµένη στη µνήµη του Βασίλη. Η συγκίνηση κυριαρχούσε και έτσι οι µνήµες από την πρώτη µου αυτή επίσκεψη παραµένουν θολές. Θυµούµαι όµως πόσο θερµή ήταν η φιλοξενία και οι επιστηµονικές αναζητήσεις των συναδέλφων που γνώρισα.
Στις λιγοστές πάντως βόλτες µου στην πόλη, η Δράµα µού έδωσε την εντύπωση µιας κλασικής «Ελληνόπολης». «Η Ελληνόπολη», γράφω σε ένα βιβλίο µου που κυκλοφόρησε πρόσφατα, «αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες µε ρυθµό περίπου εκθετικό. Δεν υπήρξε σχεδιασµός για το πολεοδοµικό της µέλλον ή τις ανάγκες των κατοίκων της. Άµορφες οικοδοµές, συνήθως κακέκτυπα των Αθηναϊκών πολυκατοικιών, υψώνονται σήµερα εκεί που παλαιότερα υπήρχαν οι κατοικίες µε τις αυλές και η εύφορη γεωργική γη. Σε όλο αυτό το οικιστικό σύνολο σπάνια ξεχωρίζουν µορφές άξιες να αποτυπώσει το ανθρώπινο µάτι».
Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη µου εντύπωση από τη Δράµα: Μια συνηθισµένη Ελληνόπολη. Δεν άργησα όµως να διαπιστώσω ότι την τύλιγε και µια άλλη, διαφορετικής υφής πραγµατικότητα, καλά κρυµµένη στην πόλη ή τους ανθρώπους της. Ακόµα και σήµερα δεν ξέρω πώς να ονοµάσω ή να καθορίσω την πραγµατικότητα αυτή, που είχε στοιχεία υλικά αλλά και άυλα, εύκολα περιγράψιµα και, κάπου πάλι, χαµένα σε µυστικές διαδροµές.
Τα νερά της, πρώτα από όλα. Έχεις την αίσθηση ότι ρέουν παντού και από παντού και ότι εκείνα της Αγίας Βαρβάρας είναι µόνο ο ορατός τους εαυτός. Λένε ότι και η ίδια η ονοµασία της πόλης προέρχεται από το «ύδραµα», έχει δηλαδή τη ρίζα της στην λέξη «ύδωρ». Την ετυµολογία αυτή τη θεωρώ ελάχιστα πειστική. Συµβαδίζει όµως µε τη σηµερινή αίσθηση που σου δίνει η πόλη. Η Δράµα είναι µια Υδάτινη πόλη. Καθώς µάλιστα η φαντασία µου συµπλέει συχνά µε την πραγµατικότητα, άρχισα να πιστεύω ότι η πόλη είχε ζωή και κάτω από τα πάρκα και τα σπίτια της, ότι εκεί υπήρχαν υπόγεια νησιά και πλεούµενα που διέσχιζαν την ιστορία και τις αποστάσεις. Όπως έµαθα µάλιστα µε τον καιρό, η ιστορία της Δράµας ήταν µακραίωνη, όλο καταστροφές και αναγεννήσεις. Ακόµα και τον 20ό αιώνα µέτρησε τρεις κατακτήσεις από τους βόρειους «γείτονές» της. Στην ιστορία της Δράµας αναφερόταν άλλωστε συχνά και ο Βασίλης. Έκανε µάλιστα συγκρίσεις µε την ιστορία της Κρήτης, που ακολούθησε ολότελα διαφορετικούς δρόµους και γείτονες στεριανούς δεν είχε.
Από την πρώτη µου λοιπόν αυτή επίσκεψη στη Δράµα µου έµεινε η ιδιαιτερότητα και η φιλόξενη διάθεση των ανθρώπων, τα νερά της και κάποια κτίρια ανυπέρβλητης οµορφιάς, που διέψευδαν την οικιστική ασχήµια µιας ακόµα Ελληνόπολης. Όπως, για παράδειγµα, εκείνη η επιβλητική καπναποθήκη, που λές και αναδύεται από τα νερά της Αγίας Βαρβάρας. Είχα πια πεισθεί ότι οι συνεχείς εκπλήξεις, που επιφυλάσσει η Δράµα στον ανυποψίαστο επισκέπτη της, αναδύονται από έναν άλλο κόσµο, πλούσιο σε ιστορία και ιδέες που ανθίζει εκεί, στα υπόγεια νησιά της.
Την εντύπωση αυτή, ότι η Δράµα είναι µια πόλη –και µάλιστα, µια Υδάτινη πόλη!– µε υπόγεια ρεύµατα και ζωή, επιβεβαίωσα και στη δεύτερη επίσκεψη µου. Δεν θυµάµαι πότε ήταν, είχε όµως ως κέντρο της το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους. Είδα µερικά από τα µικρά αριστουργήµατα, που φιλοξενούσε το Φεστιβάλ, και χάρηκα τη ζωντάνια και την άλλη όψη που αποκτούσε η πόλη. Έζησα ακόµα τη µεταµεσονύκτια «ατµόσφαιρα», τις συζητήσεις σε καφενεία και ταβερνάκια, που διέθεταν υπέροχα εδέσµατα. Ήταν έκπληξη: το κοινό φαινόταν ενήµερο και θερµό, ενώ έδειχνε ενδιαφέρον, όχι µόνο για τις ταινίες αλλά και για τις εντυπώσεις που άφηνε στους επισκέπτες η πόλη.
Η σχέση µου λοιπόν µε τη Δράµα ακολουθούσε µια σπειροειδή καµπύλη, που οδηγούσε σε ένα κέντρο µε απροσδιόριστη υφή. Ένα ακόµα σηµείο της καµπύλης –υπήρξαν και άλλα– αφορούσε µάλιστα την «περιοδική έκδοση λόγου και τέχνης», που φιλοξενεί σήµερα τις σκέψεις, τις ακατάστατες αλλά ειλικρινείς, του υπογράφοντος.
Πράγµατι. Για τη Δίοδο άκουσα για πρώτη φορά από τη Λίλα Σωτηρίου, που είχε ρίζες ισχυρές και καταγωγή από τη Δράµα. Τη φωτογραφική της Τέχνη εκτιµούσα από παλιά, η συνεργασία µας όµως τα τελευταία χρόνια επιβεβαίωσε –και, θα ’λεγα, επαύξησε– αυτή την εκτίµηση. Πρέπει ωστόσο να οµολογήσω ότι, όταν κάποια στιγµή αναφέρθηκε σε ένα αξιόλογο περιοδικό της Δράµας, πίστεψα ότι θα ήταν µια συµπαθητική, αµήχανη έκδοση, από αυτές που αφθονούν στην ελληνική επαρχία. Διαπίστωσα όµως γρήγορα, ότι η Δίοδος δεν θύµιζε καθόλου «επαρχία». Αποτελούσε, αντίθετα, µια πραγµατική δίοδο σε χώρους τεχνικής αρτιότητας και υψηλής αισθητικής. Η ποικιλία άλλωστε των θεµάτων και οι συνεργασίες της προσέδιδαν στο δραµινό περιοδικό ποιότητα και ουσιαστικό περιεχόµενο. Έδωσα τότε, από µακριά και σιωπηρά, τα ψυχικά µου εύσηµα, σε όσους µοχθούσαν για την έκδοση της. Ναι, η Δράµα ήταν µια πόλη των συνεχών εκπλήξεων. 
Οι εκπλήξεις όµως αυτές, δεν φάνηκε να περιορίζονται στον «πνευµατικό» ή τον κοινωνικό ορίζοντα. Όπως πληροφορήθηκα κάποια στιγµή –και µάλιστα, ευρισκόµενος στο εξωτερικό!– µια εταιρεία µε πρωτοποριακή δράση, τόσο στις ιδέες, όσο και στην τεχνολογία, είχε τις ρίζες της στη Δράµα· και άπλωνε ήδη τίς δραστηριότητες της σε πολλά σηµεία της Γης. Μου φάνηκε απίστευτο: η ύπαρξη της Raycap ήταν ωστόσο πιο αληθινή από την αλήθεια. Όπως γράφει κάπου ο Πρόεδρός της, ο στόχος ήταν «η διαµόρφωση στελεχών µε ευρύτητα γνώσεων, ολοκληρωµένο χαρακτήρα, πάθος και διάθεση για προσφορά. Ανθρώπων που να είναι οδηγοί στις εξελίξεις και όχι επιβάτες». Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, ο Πρόεδρος της Raycap, από τη µακρινή και δεινοπαθούσα Δράµα, έστελνε ένα µήνυµα στην Ελλάδα και το µέλλον της. Σκέφτηκα µάλιστα –και η µελαγχολία µε κατέλαβε– πόσο θα χαιρόταν ένα παρόµοιο µήνυµα από την πόλη του ο Βασίλης, που δεν ήθελε καθόλου «επιβάτες» της γνώσεως τους νέους φοιτητές µας.
Η σπειροειδής καµπύλη, που οδηγούσε τα βήµατα µου στη βαθύτερη γνωριµία της Δράµας και των ανθρώπων της, θα έφτανε ωστόσο –έτσι επιτάσσει η γεωµετρία– σε ένα κέντρο. Εκεί θα ηρεµούσε –αν ηρεµούσε.
Τον Μάρτιο λοιπόν του 2012 βρέθηκα πάλι στη Δράµα. Αυτή τη φορά, είχα προσκληθεί για µια οµιλία από τον Σύλλογο Ερασιτεχνικής Αστρονοµίας «Ο Πήγασος». Τα σηµεία της οικονοµικής κρίσεως ήταν πια ορατά στην πόλη, πολλά καταστήµατα είχαν κλείσει και υπήρχε µια µελαγχολία στην ατµόσφαιρα και στα πρόσωπα. Είχα όµως πια µάθει ότι πίσω από Συλλόγους, ονόµατα, ή τα ίχνη της κρίσεως, η Δράµα έκρυβε στα νερά της µια άλλη πραγµατικότητα. Έτσι, ο Μιχάλης Δογραµατζίδης, ο Πρόεδρος του Συλλόγου, που διακρινόταν, –όπως πολλοί Δραµινοί– για τη λιτότητα του λόγου του, αποτελούσε το κέντρο µιας εκπλήσσουσας δραστηριότητας. Θαύµατα είχαν κάνει, εκείνος και οι συνεργάτες του, στην αστρονοµία και στην εκπαίδευση των µαθητών, αλλά και σε ποικίλες άλλες πρωτοβουλίες.
Όσο για τη δική µου οµιλία, επρόκειτο να γίνει στον Νικηφόρο, λίγα χιλιόµετρα έξω από τη Δράµα. Το κρύο, για έναν άνθρωπο του Νότου, ήταν τσουχτερό και επίµονο. Ενώ όµως η λογική έλεγε ότι λίγοι θα αψηφούσαν αυτές τις συνθήκες, ο κόσµος άρχισε να συρρέει από νωρίς, σε λίγο στην αίθουσα έγινε το αδιαχώρητο και πολλοί έφευγαν. Έξω από την αίθουσα είχαν στηθεί µικρά τηλεσκόπια για την παρατήρηση του ουρανού, ιδιαίτερα του Κρόνου ή της Σελήνης. Η συνολική ωστόσο εικόνα εκείνο το χειµωνιάτικο βράδυ απέπνεε κάτι το υπερβατικό και ταυτόχρονα γήινο, το µαγικό και ωστόσο απέραντα ανθρώπινο. Η κατάµεστη αίθουσα και ο κόσµος που άκουγε σιωπηλά έµοιαζαν µε µια παράδοξη εκκλησία, ενώ ο ουρανός γύρω άφηνε κάπου κάπου να φανούν οι πλανήτες και τα πιο φωτεινά άστρα. Το όνοµα του Βασίλη ακουγόταν συχνά. Είχε άλλωστε θεσµοθετηθεί από τον «Πήγασο» ένα µαθητικό βραβείο στη µνήµη του. Σκεφτόµουνα ότι, αν κάπου η ψυχή του υπερίπτατο εκείνη την ηµέρα στον γενέθλιο τόπο του, θα αγαλλιούσε από τη δόξα της αστρονοµίας και τους µαθητές µε τα λαµπερά, γεµάτα περιέργεια µάτια.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε σε µια ταβέρνα της περιοχής και µε κύριο έδεσµα ένα αγριογούρουνο, που ψήθηκε αργά και µε τέχνη. Η γεύση του θα έκανε να ωχριούν ακόµα και τα φηµισµένα κρεατικά της Κρήτης. Από δίπλα, η παρέα των κυνηγών χαιρόταν κι εκείνη την «αστρονοµική» βραδιά και τα παρεπόµενα της. Έµοιαζε πια αυτονόητο, ότι κυρίαρχη θεότητα της περιοχής ήταν ο Διόνυσος και η αγάπη του για τη ζωή. Σηµεία της λατρείας του άλλωστε έχουν βρεθεί σε πολλά σηµεία του νοµού.
Κάποια στιγµή έφθασε η ώρα της αναχώρησής µου από τη Δράµα. Το εστιατόριο «Γαλλία» –ποιος ξέρει τι ιστορία έκρυβε πάλι αυτό το όνοµα!– που είχε αναχθεί, µαζί µε τον «Άρη» και το «Παλιό Ρολόι», σε τόπο ανθρωπίνων και γευστικών συναντήσεων, µας φιλοξένησε το µεσηµέρι. Καθώς έφευγα, ο κύριος Χριστόδουλος µε πλησίασε διακριτικά. «Έφερα αυτό που σας υποσχέθηκα», µου είπε. Ήταν µια παλιά φωτογραφία του Βασίλη. Έκανα ότι δεν είδα τα βουρκωµένα του µάτια. Ελπίζω µάλιστα ότι ούτε εκείνος είδε το δάκρυ που παρέµενε µετέωρο στο πρόσωπό µου. 
Δεν είχα όµως πια καµιά αµφιβολία. Η απολύτως αντιεπιστηµονική θεωρία µου, ότι τα υπόγεια νερά της Δράµας κρύβουν έναν κόσµο µε σπάνιες αρετές και µεγάλη ιστορία, µια ζώσα Ατλαντίδα, ας πούµε, είχε αποκτήσει σπουδαία ερείσµατα. Κάποιες στιγµές ο θαυµαστός αυτός κόσµος αναδύεται στην επιφάνεια της Υδάτινης πόλης και της προσδίδει µια διαφορετική ποιότητα και χαρακτήρα.

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου